ἀκρατισμός

Revision as of 11:10, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ,

   A breakfasting, Ath.1.11d, v.l. in Theoc.1.51 (ap.Sch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρᾱτισμός: ὁ, = τὸ ἀκρατίζεσθαι, προγευματίζειν, Ἀθήν. 11D.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
petit-déjeuner.
Étymologie: ἀκρατίζομαι.
Par. ἀκράτισμα, ἄριστον², δεῖπνον, δόρπον.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ desayuno Ath.11d.

Greek Monolingual

ἀκρατισμός, ο (AM) [[ἀκρατίζω -ομαι]]
το να προγευματίζει κάποιος
μσν.
το να τρώει κανείς το γεύμα του.