ἀνάγκασμα

Revision as of 11:30, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A compulsion, J.AJ19.2.5.

German (Pape)

[Seite 183] τό, Zwangsmittel, Zwang, Ioseph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάγκασμα: -ατος, τό, ἐπιβολὴ βίας, καταναγκασμός, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 19. 2, 5.

Spanish (DGE)

-ματος, τό obligación I.AI 19.209.

Greek Monolingual

το (Α ἀνάγκασμα) ἀναγκάζω
1. βία, εξαναγκασμός
2. παρότρυνση, προτροπή
3. υποχρεωτική και χωρίς αμοιβή προσωπική εργασία, αγγαρεία.