ἀνάγκασμα
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
-ατος, τό, compulsion, J.AJ19.2.5.
Spanish (DGE)
-ματος, τό obligación I.AI 19.209.
German (Pape)
[Seite 183] τό, Zwangsmittel, Zwang, Ioseph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάγκασμα: -ατος, τό, ἐπιβολὴ βίας, καταναγκασμός, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 19. 2, 5.
Greek Monolingual
το (Α ἀνάγκασμα) ἀναγκάζω
1. βία, εξαναγκασμός
2. παρότρυνση, προτροπή
3. υποχρεωτική και χωρίς αμοιβή προσωπική εργασία, αγγαρεία.