ἐνέρεισις

Revision as of 14:50, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A pressure, Hp.Off.12: pl., Arr.Tact.16.13.

German (Pape)

[Seite 839] ἡ, das Daraufstämmen, -stützen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνέρεισις: -εως, ἡ, τὸ ἐνερείδειν, θλῖψις, μηδὲ νάρθηξιν ἐνέρεισιν εἶναι μηδὲ ἄχθος Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 745C.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 cirug. presión μηδὲ νάρθηξιν ἐνέρεισιν εἶναι sin que haya presión sobre las tablillas del vendaje, Hp.Off.12, cf. Gal.18(2).828, ἀναιρεῖσθαι ... κατ' ἐνέρεισιν ἀκμῇ σμιλίου τοῦ ἐκκοπέως Orib.44.8.9.
2 milit. presión, empuje ejercido en una formación por los de detrás, Arr.Tact.16.13.

Greek Monolingual

ἐνέρεισις, η (Α) ενερείδω
πίεση, σύνθλιψημηδέ νάρθηξιν ἐνέρεισιν εἶναι, μηδέ ἄχθος», Ιπποκρ.).