ἐπαγωγικός

Revision as of 15:20, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A inductive, τρόπος S.E.P.2.196, cf. Asp.in EN2.25. Adv. -κῶς S.E.P.2.195, Sch.Pi.O.1.20.    II (from Med.) attractive, v.l. for ὑπαγωγικός in D.H.Comp.4.

German (Pape)

[Seite 894] ή, όν, anziehend, reizend, D. Hal. C. V. 4 p. 56. – Adv. inductionsweise, Sext. Emp. Pyrrh. 2, 195, wie ὁ ἐπ. τρόπος 196.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαγωγικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἐπαγωγήν, τρόπος Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 2. 196. ― Ἐπίρρ. -κῶς ὁ αὐτὸς 2. 195. ΙΙ. (ἐν τοῦ Μέσ. τύπου) προσέλκων, ἑλκυστικός, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 18 (σ. 1006), πρβλ. ὑπαγωγικός. ― Ἐπιρρ. ἐπαγωγικῶς, δι’ ἐπαγωγῆς, Σέξτ. Ἐμπ. 102. 11.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπαγωγικός, -ή, -όν) επαγωγή
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην επαγωγή ή γίνεται με επαγωγή (λογ., α. «επαγωγική μέθοδος» β. «επαγωγικός συλλογισμός» — ηλεκτρ. α. «επαγωγική αντίσταση» β. «επαγωγικό κύκλωμα»)
αρχ.
επαγωγός, ελκυστικός, θελκτικός, ευχάριστος.
επίρρ...
επαγωγικούς, -ά
με τρόπο επαγωγικό.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰγωγικός: лог. индуктивный (τρόπος Sext.).