ἔποικτος

Revision as of 16:15, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον, =

   A piteous, φόνυς ib.1614.

German (Pape)

[Seite 1007] beklagenswerth, φόνος Aesch. Ag. 1597.

Greek (Liddell-Scott)

ἔποικτος: -ον, ἀξιολύπητος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1614.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἐποίκτιστος.

Greek Monolingual

ἔποικτος, -ον (Α) οίκτος
αξιολύπητος.

Greek Monotonic

ἔποικτος: -ον, αξιοθρήνητος, θλιβερός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἔποικτος: Aesch. = ἐποίκτιστος.

Middle Liddell

ἔπ-οικτος, ον
piteous, Aesch.