ἔπουρος
English (LSJ)
ον,
A blowing favourably, αὔρα S.Tr.954 (lyr.). II a kind of fish, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1011] günstig wehend, αὔρα Soph. Tr. 950, Schol. οὔριος (nach Herm. von ὅρος, nachbarlich, in der Nähe sich erhebend); τῷ ἀληθείας πνεύματι ἔπουρος ἀρθείς Clem. Al. paed. 1, 7, 54, mit gutem Winde.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπουρος: -ον, πνέων εὐνοϊκῶς, αὔρα Σοφ. Τρ. 954. ΙΙ. μεταφ., ὑποβοηθούμενος, ὠθούμενος, πνεύματι ἀληθείας Κλήμ. Ἀλ. 130· πρβλ. ἄπουρος. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἔπουρος· εἶδος ἰχθύος».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui souffle favorablement.
Étymologie: ἐπί, οὖρος.
Greek Monolingual
ἔπουρος, -ον (Α)
1. (για άνεμο) αυτός που πνέει ευνοϊκά («εἴθ’ ἀνεμόεσσά τις γένοιτ’ ἔπουρος αὔρα», Σοφ.)
2. αυτός που υποβοηθείται («τῷ ἀληθείας πνεύματι ἔπουρος ἀρθείς», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ούρος «ευνοϊκός άνεμος» (βλ. λ. ούρος Ι)].
Greek Monotonic
ἔπουρος: -ον, αυτός που πνέει ευνοϊκά, ούριος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἔπουρος: попутный (αὔρα Soph.).
Middle Liddell
ἔπ-ουρος, ον
blowing favourably, Soph.