οὔριος
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον S.Ph.355: (οὖρος A):—
A with a fair wind, οὔριος πλοῦς a prosperous voyage, ib.780, E.IA1596; οὔριος δρόμος S.Aj.889 (lyr.); πομπή E.IA352; of a ship, οὔ. πλάτη S.Ph.355; λαῖφος E.Hel. 406; νεὼς πτερόν ib.147; ἀφήσω κατὰ κῦμ' ἐμαυτὸν οὔριον Ar.Eq.433: neuter plural as adverb, οὔρια θεῖν to run before the wind, Id.Lys.550; cf. infr. 11.2.
2 metaph., prosperous, successful, πρᾶξις A.Ch.814 (lyr.), cf. E.HF95; φόνος Id.Heracl.822; βίοτος AP7.164.10 (Antip. Sid.): neut. pl. οὔρια as adverb, E.Hel.1588 (codd., but prob. οὔριοι).
II prospering, favouring, πνεῦμα, πνοαί, ib.1663, Hec.900, X.HG1.6.37; ἐπὶ τοὺς Αθηναίους οὔριος ἄνεμος Th.7.53: Com. of bellows, οὐρίᾳ ῥιπίδι Ar.Ach.669. Adv. Sup. οὐριώτατα Stad.150, 178.
2 οὐρία (sc. πνοή), ἡ, = οὖρος, a fair wind, Archil.(?) in PLit.Lond.54, etc.; οὐρίᾳ ἐφέντα (sc. ἑαυτόν or τὸ πλοῖον) running before the wind, Pl.Prt.338a; ἐξ οὐρίας διαδραμεῖν, πλεῖν, Arist.Mech.851b6, Plb.1.47.2; also, ἐξ οὐρίων δραμοῦσαν S.Aj.1083; πάντα ἐξ οὐρίων θεῖ Lib.Ep.178; ἐν οὐρίῳ πλεῖν Luc. Lex.15.
III Ζεὺς οὔριος as sending fair winds, i.e. conducting things to a happy issue, A.Supp.594 (lyr.), AP12.53.8 (Mel.), BMus.Inscr.1012 (Chalcedon), OGI368 (Delos, ii B. C.), etc.; οὔριος… ἐπίλαμψον ἐμῷ καὶ ἔρωτι καὶ ἱστῷ Κύπρι AP5.16 (Gaet.).
IV οὔ. ᾠόν a wind-egg, = ὑπηνέμιον, Arist. GA753a22, etc.; those laid in spring were called ζεφύρια, those in autumn κυνόσουρα, Id.HA560a5 (v.l. οὔρινα).
οὔριος, α, ον, (οὖρον A) of or for urine, v. οὔρειος.
German (Pape)
[Seite 419] auch 2 Endgn, 1) mit günstigem Winde, guten Wind habend; οὐρίῳ πλάτῃ, Soph. Phil. 355; γένοιτο δὲ πλοῦς οὔριός τε κεὐσταλής, 769 (wie Eur. I. A. 1596, πομπή 352); δρόμος, Ai. 873; übertr., ταύτην νόμιζε τὴν πόλιν χρόνῳ ποτὲ ἐξ οὐρίων δραμοῦσαν εἰς βυθὸν πεσεῖν, 1062, wobei man ἀνέμων ergänzt, von günstigen Winden getrieben, vgl. Lob. zur Stelle; gut von Statten gehend, glücklich, πρᾶξιν οὐρίαν θέλων, Aesch. Ch. 801; οὔριος δρόμος ἐκ κακῶν, Eur. Herc. Fur. 95, der auch οὔριον πνεῦμα u. οὐρίας πνοάς vrbdt, Hel. 1679 Hec. 900, öfter; νεὼς οὔριον πτερόν, Hel. 146; εἶτ' ἀφήσω κατὰ κῦμ' ἐμαυτὸν οὔριον, ich lasse mich mit günstigem Winde treiben, Ar. Equ. 431; auch ἐξ ἀνθράκων φέψαλος ἀνήλατ' ἐρεθιζόμενος οὐρίᾳ ῥιπίδι, Ach. 641; u. adverbial, ἔτι γὰρ νῦν οὔρια θεῖτε, Lys. 550, laufet mit günstigem Winde; u. einzeln in Prosa, ἄνεμος Thuc. 7, 53, ἦν δὲ τὸ πνεῦμα οὔριον Xen. Hell. 1, 6, 37; οὔριος ἄνεμος Pol., 44, 3. – Auch Zeus, der günstigen Fahrwind sendet, heißt οὔριος, Aesch. Suppl. 589; Alciphr. 2, 4. – Ἡ οὐρία, der günstige Wind, wie οὖρος, Plat. Prot. 338 a; so ἐξ οὐρίας πλεῖν, Pol. 1, 47, 2. – 2) οὔριον ὠόν, = οὔρινον, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
I. 1 poussé par un vent favorable, favorisé par un bon vent ; fig. heureux, prospère;
2 p. suite en parl. du vent ou de la navigation favorable : ἐν οὐρίῳ (ἀνέμῳ) πλεῖν LUC avoir une heureuse navigation, faire une bonne traversée ; fig. ἐξ οὐρίων (ἀνέμων) δραμεῖν SOPH avoir une heureuse navigation, jouir de la prospérité;
II. qui procure un vent favorable (Zeus).
Étymologie: οὖρος¹.
Russian (Dvoretsky)
οὔριος:
I 3, редко
1 попутный, благоприятный (ἄνεμος Thuc.; πνεῦμα Eur., Plut.; πνοαί Xen.);
2 идущий под попутным ветром (πλάτη Soph.; λαῖφος Eur.);
3 совершаемый с попутным ветром, благополучный (δρόμος Soph.; πλοῦς Eur.);
4 успешный, счастливый (πρᾶξις Aesch.; βίοτος Anth.);
5 посылающий попутный ветер, перен. споспешествующий (эпитет Зевса) Aesch., Anth.
II ὁ (sc. ἄνεμος) попутный ветер: ἐξ οὐρίων δραμεῖν Soph. и ἐν οὐρίῳ πλεῖν Luc. идти с попутным ветром.
Greek (Liddell-Scott)
οὔριος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Σοφ. Φιλ. 355· (οὖρος Α)· - ὁ μὲ οὔριον ἄνεμον, Λατιν. vento secundo, οὔρ. πλοῦς, εὐτυχὴς πλοῦς, κτλ. αὐτόθι 780, Εὐρ., κτλ.· οὔρ. δρόμος Σοφ. Αἴ. 889· πομπὴ Εὐρ. Ι. Α. 352· - ἐπὶ πλοίου, οὔρ. πλάτη Σοφ. Φιλ. 355· λαῖφος Εὐρ. Ἑλ. 406, πρβλ. 147· ἀφήσω κατὰ κῦμ’ ἐμαυτὸν οὔριον Ἀριστοφ. Ἱππ. 433· - οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., οὔρια θεῖν, τρέχειν μὲ οὔριον ἄνεμον, Ἀριστοφ, Λυσ. 550· πρβλ. κατωτ. ΙΙ. 2.
2) μεταφορ., εὐτυχής, ἐπιτυχής, πρᾶξις Αἰσχύλ. Χο. 814, πρβλ. Εὐρ. Μαιν. 95· φόνος ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 822· βίοτος Ἀνθ. Π. 7, 164, κτλ.· - οὐδ. πληθ. οὔρια ὡς ἐπίρρ., Εὐρ. Ἑλ.1588. ΙΙ. ἐπιτυχής, καλός, πνεῦμα, πνοαὶ αὐτόθι 1663, Ἑκ. 900, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 37· οὔρ. ἄνεμος ἐπί τι Θουκ. 7. 53· κωμικῶς ἐπὶ τῶν φυσῶν, ἤτοι τῶν φυσητήρων τοῦ χαλκέως, οὐρίᾳ ῥιπίδι Ἀριστοφ. Ἀχ. 669. ΙΙ. οὐρία (ἐξυπακ. πνοή), ἡ, = οὖρος, οὔριος ἄνεμος, οὐρίᾳ ἐφιέναι (ἐξυπακ. ἑαυτὸν ἢ τὸ πλοῖον) πλεῖν οὐρίῳ ἀνέμῳ, Πλάτ. Πρωταγ. 338Α· ἐξ οὐρίας διαδραμεῖν, πλεῖν Ἀριστοφ. Μηχαν. 7. 1, Πολύβ. 1. 47, 2· οὕτως, ἐξ οὐρίων δραμεῖν Σοφ. Αἴ. 1083, ἔνθα ἰδὲ Λοβεκ.· ἐν οὐρίῳ πλεῖν Λουκ. Λεξιφ. 15. ΙΙΙ. Ζεὺς οὔριος, ὡς πέμπων οὐρίους ἀνέμους, δηλ. ὁδηγῶν τὰ πράγματα εἰς εὐτυχὲς τέρμα, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 590, Ἀνθ. Π. 12. 53, Συλλ. Ἐπιγραφ. 3797. 1· οὔριος ... ἐπίλαμψον ἐμῷ καὶ ἔρωτι καὶ ἰστῷ Κύπρι αὐτόθι 5. 17. ΙV. οὔρ. ᾠόν, τὸ εἰς κλώσσημα ἀνεπιτήδειον, ἄγονον ᾠόν, ἀλλαχοῦ ὑπηνέμιον, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, κτλ.· τὰ τικτόμενα κατὰ τὸ ἔαρ ἐκαλοῦντο ζεφύρια, τὰ δὲ κατὰ τὸ φθινόπωρον κυνόσουρα, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 13. - Ἰδὲ Χαριτωνίδου Ποικίλ. Φιλολ. τ. Α΄, σ. 785.
Greek Monolingual
(I)
και ούργιος, -α, -ο (ΑΜ οὔριος, -ία, -ον, Α θηλ. και -ος) ούρος (II)]
1. (ιδίως για άνεμο) αυτός που πνέει κατά τον διαμήκη άξονα του πλοίου με κατεύθυνση από την πρύμνη προς την πλώρη, ευνοϊκός
2. αυτός που έχει καλό, ευνοϊκό άνεμο («γένοιτο δὲ πλοῦς οὔριός τε κεὐσταλής», Σοφ.)
3. μτφ. α) αυτός που δημιουργεί προϋποθέσεις επιτυχίας, που οδηγεί σε αίσιο τέλος
β) πετυχημένος («πρᾱξιν οὐρίαν θέλων», Αισχύλ.)
4. φρ. «ούριο αβγό» και «οὔριον ᾠόν» — αβγό ακατάλληλο για επώαση
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) απερίσκεπτος, ελαφρόμυαλος
αρχ.
1. (ως προσωνυμία του Διός) αυτός που στέλνει ευνοϊκό άνεμο ή αυτός που οδηγεί σε αίσιο τέρμα («τὸ πᾶν μῆχαρ οὔριος Ζεύς», Αισχύλ.)
2. κωμικός χαρακτηρισμός τών φυσητήρων του χαλκουργού
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) οὔρια
με ευνοϊκό άνεμο («ἔτι γὰρ νῦν οὔρια θεῖτε», Λυσ.)
4. φρ. «οὐρία πνοή» — ευνοϊκός άνεμος.
(II)
οὔριος, -ία, -ον (Α) [[[ούρον]]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα οὐρα.
Greek Monotonic
οὔριος: -α, -ον και -ος, -ον (οὖρος Α),
I. 1. αυτός που έχει ούριο άνεμο, Λατ. vento secundo, οὔριος πλοῦς, δρόμος, ευτυχές, ευμενές ταξίδι με πλοίο, σε Σοφ.
2. μεταφ., ευνοϊκός, επιτυχής, σε Αισχύλ., Ευρ.· το ουδ. πληθ. οὔρια, ως επίρρ., σε Ευρ.
II. 1. αίσιος, ευνοϊκός, γαλήνιος, λέγεται για ανέμους, σε Ευρ., Θουκ.· κωμ. για τους φυσητήρες του χαλκού, οὐρίᾳ ῥιπίδι, σε Αριστοφ.
2. οὐρία (ενν. πνοή), ἡ, = οὖρος, ευνοϊκός άνεμος· οὐρίᾳ ἐφιέναι (ενν. ἑαυτόν), ταξιδεύω με ευνοϊκό άνεμο, σε Πλάτ.· ομοίως, ἐξοὐρίων δραμοῦσα (ενν. δρόμων), έχοντας κάνει μια ευνοϊκή πορεία, σε Σοφ.· ἀφήσω ἐμαυτὸν οὔριον, σε Αριστοφ.
III. Ζεὺςοὔριος, καθώς στέλνει τους ευνοϊκούς ανέμους, δηλ. οδηγεί τα πράγματα σε αίσια έκβαση, σε Αισχύλ., Ανθ.
Middle Liddell
οὔριος, η, ον [οὖρος1]
I. with a fair wind, Lat. vento secundo, οὔρ. πλοῦς, δρόμος a prosperous voyage, Soph.
2. metaph. prosperous, successful, Aesch., Eur.:—neut. pl. οὔρια as adv., Eur.
II. prospering, favouring, fair, of winds, Eur., Thuc.; comically of the bellows, οὐρίᾳ ῥιπίδι Ar.
2. οὐρία (sc. πνοή), = οὖρος, a fair wind, οὐρίᾳ ἐφιέναι (sc. ἑαυτόν) to run before the wind, Plat.; so, ἐξ οὐρίων δραμοῦσα (sc. δρόμων) after having run a fair course, Soph.; ἀφήσω ἐμαυτὸν οὔριον Ar.
III. Ζεὺς οὔριος, as sending fair winds, i. e. conducting things to a happy issue, Aesch., Anth.
Mantoulidis Etymological
(=εὐνοϊκός, εὐτυχισμένος). Ἀπό τό οὖρος (1), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
successful
Arabic: نَاجِح, فَائِز, مُوَفَّق; Azerbaijani: uğurlu, müvəffəqiyyətli; Basque: arrakastatsu; Belarusian: паспяховы; Bengali: সফল, কামিয়াব; Bulgarian: успешен; Catalan: reeixit; Chinese Mandarin: 有成效的, 完滿/完满, 成功的; Cantonese: 成功嘅; Czech: úspěšný; Danish: succesfuld, succesrig; Dutch: succesvol, geslaagd, gelukt; Esperanto: sukcesa; Estonian: edukas, õnnestunud; Finnish: onnistunut, menestynyt, menestyvä; French: ayant du succès, marqué de succès, couronné de succès; Georgian: წარმატებული; German: erfolgreich; Greek: επιτυχημένος, επιτυχών; Ancient Greek: βιόπραγος, ἐπικυδής, ἐπίσκοπος, ἐπιτευκτικός, ἐπιτυχής, εὐεπίτευκτος, εὔροος, εὔστοχος, εὐτυχής, κατορθωτικός, ὀρθόπλοος, οὔριος; Hebrew: מוצלח; Hindi: सफल; Hungarian: sikeres, eredményes; Indonesian: berhasil; Irish: áitheasach; Italian: di successo, coronato dal successo, riuscito; Japanese: 成功した; Korean: 성공적(成功的), 성공(成功)한; Latin: prosper, prosperus; Lü: ᦷᦎᧅᦑᦲᧈ, ᦷᦎᧅᦑᦲᧈᦔᦲᧃᦡᦲ; Macedonian: успешен; Malay: berjaya; Maori: momoho, angitu; Norwegian Bokmål: vellykket; Nynorsk: vellukka; Old English: spēdiġ; Persian: موفق, کامگار; Polish: udany; Portuguese: bem-sucedido, conseguido, próspero; Romanian: reușit, izbutit, plin de succes; Russian: успешный, благополучный, удачный; Sanskrit: सफल; Serbo-Croatian Cyrillic: успешан, успјешан; Roman: uspešan, uspješan; Slovak: úspešný; Slovene: uspešen; Spanish: exitoso, logrado, afortunado; Swedish: lyckad, framgångsrik; Turkish: muvaffaklar, muvaffak; Ukrainian: успі́шний, вдатний; Urdu: سپھل; Vietnamese: thành công; Yiddish: הצלחהדיק