ὕφασμα

Revision as of 12:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό,

   A woven robe, web, Od.3.274, A.Ag.1492 (lyr.), Ch.27 (lyr.), 231,1015, E.Hel.1243, Ion 1417, Pl.Plt.310e, Archestr. Fr.15.6, POxy.1428.10 (iv A. D.), etc.; ἀραχνίων ὑ. Aret.CA2.6 (pl.), cf. ὕφαμμα.

Greek (Liddell-Scott)

ὕφασμα: [ῠ], τό, ὡς καὶ νῦν, πᾶν τὸ ὑφανθέν, κτλ., ὑφάσματά τε χρυσόν τε Ὀδ. Γ. 274· κεῖσαι δ’ ἀράχνης ἐν ὑφάσματι τῷδε Αἰσχύλ. Ἀγ. 1492· λινοφθόροι ὑφασμάτων λακίδες ὁ αὐτ. ἐν Χο. 17. 231, 1015, Εὐρ. Πλάτ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
tissu (de main d’homme) ; toile (d’araignée).
Étymologie: ὑφαίνω.

English (Autenrieth)

something woven, web, pl., Od. 3.274†.

Greek Monotonic

ὕφασμα: [ῠ], -ατος, τό (ὑφαίνω), υφασμένο ένδυμα, ρούχο, ιστός, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὕφασμα: ατος τό ὑφαίνω
1) ткань Hom., Aesch. etc.;
2) предполож. сбруя (ὑφάσματα χαλκὰ καὶ σιδηρά Plut.).

Middle Liddell

ὕ˘φασμα, ατος, τό, ὑφαίνω
a woven robe, web, Od.