γυμνότης

Revision as of 13:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A nakedness, LXXDe.28.48,Ep.Rom.8.35,M.Ant. 10.27; γ.ψυχική Ph.1.77.    2 bare statement, τῶν προτάσεων D.H. Rh.10.6.

German (Pape)

[Seite 510] ητος, ἡ, Nacktheit, Dürftigkeit, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

γυμνότης: -ητος, ἡ, ἡ κατάστασις τοῦ γυμνοῦ, Ἑβδ. (Δευτ. κη΄48), Κ.Δ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
nudité.
Étymologie: γυμνός.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
1 desnudez γ. καὶ ὅλου καὶ μέρεος Hp.Alim.16, διὰ γυμνότητα καὶ κρύος οὐ προθυμουμένων Polyaen.3.9.34, ἡ αἰσχύνη τῆς γυμνότητός σου Apoc.3.18, cf. Corn.ND 30, Diodor.T.Gen.M.33.1568C, rel. la pobreza ἐν λιμῷ καὶ ἐν δίψει καὶ ἐν γυμνότητι LXX De.28.48, cf. Ep.Rom.8.35, 2Ep.Cor.11.27
fig. ref. la sencillez o la pureza ἵν' ὑπομιμνῃσκώμεθα ... τῆς καθαρότητος καὶ τῆς γυμνότητος M.Ant.11.27, sent. espiritual Ἰακὼβ γυμνότητος ἐρᾷ ψυχικῆς Ph.1.77.
2 ret. concisión, parquedad, falta de adornos μία ... ἀτεχνία ἡ τῶν προτάσεων γ. D.H.Rh.10.6.

English (Strong)

from γυμνός; nudity (absolute or comparative): nakedness.

English (Thayer)

γυμνότητός, ἡ (γυμνός), nakedness: of the body, αἰσχύνη, 3); used of want of clothing, Antoninus 11,27.)

Greek Monotonic

γυμνότης: -ητος, ἡ (γυμνός), γύμνια, γυμνότητα, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

γυμνότης: ητος ἡ нагота (ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυμνότης -ητος, ἡ [γυμνός] naaktheid.

Middle Liddell

γυμνός
nakedness, NTest.

Chinese

原文音譯:gumnÒthj 錦挪帖士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:赤裸的 相當於: (עֵירֹם‎)
字義溯源:赤身,赤貧,穿著不足的,赤身露體;源自(γυμνός)*=赤裸的)
出現次數:總共(3);羅(1);林後(1);啓(1)
譯字彙編
1) 赤身露體(2) 羅8:35; 林後11:27;
2) 赤身(1) 啓3:18