ἀτεχνία

From LSJ

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτεχνία Medium diacritics: ἀτεχνία Low diacritics: ατεχνία Capitals: ΑΤΕΧΝΙΑ
Transliteration A: atechnía Transliteration B: atechnia Transliteration C: atechnia Beta Code: a)texni/a

English (LSJ)

ἡ, want of art or skill, Hp.Lex4, Pl.Phd. 90d, al., Arist.EN1140a21, Chrysipp.Stoic.2.269: pl., Simp. in Stoic.3.49.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Lex 4
1 subj. desconocimiento del arte o técnica, falta de oficio, incompetencia de ciertos médicos θρασύτης δὲ ἀτεχνίην (σημαίνει) Hp.l.c., cf. VM 9, de Arte 1, Decent.4, Praec.7, Anon.Mirac.Thecl.23.6, frec. ref. a la lengua o la música τὴν ἑαυτοῦ ἀτεχνίαν Pl.Phd.90d, cf. Aristid.Quint.104.15, ἀ. τῆς γνώμης Hld.2.3.1
op. τέχνη no arte, falta de dominio técnico λόγων Pl.Phdr.274b, cf. Plu.2.75b.
2 gener. más abstr. τεχνῶν καὶ ἀτεχνιῶν artes y procesos no sometidos a arte e.d., competencias e incompetencias Pl.Sph.253b, cf. Chrysipp.Stoic.2.269, 3.49, M.Ant.2.11, τέχνη ἕξις τις μετὰ λόγου ἀληθοῦς ποιητική ἐστιν, ἡ δ' ἀτεχνία τοὐναντίον μετὰ λόγου ψευδοῦς ποιητικὴ ἕξις la competencia es una situación productiva basada en un conocimiento sistemático verdadero, la incompetencia es una situación productiva basada en un conocimiento falso Arist.EN 1140a22.

German (Pape)

[Seite 385] ἡ, Kunstlosigkeit, Ungeschicktheit, Gegensatz τέχνη Plat. Phaedr. 274 b; Arist. Eth. 6, 4 u. A.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque d'art, inhabileté, maladresse.
Étymologie: ἀτεχνής.

Russian (Dvoretsky)

ἀτεχνία:неумелость, неискусность Plat., Arst., Plat., Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτεχνία: ἡ, ἔλλειψις τέχνης ἢ ἐπιτηδειότητος, ἀνεπιτηδειότης, γλωσσ. Ἱππ. 2, Πλάτ. Φαίδων 90D, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 4, 6.

Greek Monolingual

ἀτεχνία, η (Α) άτεχνος
έλλειψη τέχνης ή επιτηδειότητας, αδεξιότητα.

Greek Monotonic

ἀτεχνία: ἡ, έλλειψη τέχνης ή επιδεξιότητας, ανεπιτηδειότητα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[From ἄτεχνος
want of art or skill, unskilfulness, Plat.