ἀποδειροτομέω

Revision as of 19:34, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A slaughter by cutting off the head, or cutting the throat, of men, Il.18.336, 23.22, Luc.DMeretr.13.3; μῆλα ἐς βόθρον Od.11.35; κεφαλὴν ἀ. Hes.Th.280.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδειροτομέω: ἀπαυχενίζω, κόπτω τὸν λαιμόν, ἐπὶ ἀνθρώπων, δώδεκα δὲ προπάροιθε πυρῆς ἀποδειροτομήσω Τρώων ἀγλαὰ τέκνα, «τοὺς τραχήλους ἀποτεμῶ» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 336, Ψ. 22, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 13. 3· ἐπὶ προβάτων, Ὀδ. Λ. 35· κεφαλήν ἀπ. Ἡσ. Θ. 280. Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. -τόμησις, ἡ, Εὐστ. 1145. 63.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ἀπεδειροτόμησα;
couper le cou à, acc..
Étymologie: ἀποδείρω, τέμνω.

English (Autenrieth)

(δειρή, τέμνω), fut. -ήσω, aor. ἀπεδειροτόμησα: cut the throat of, slaughter; ἐς βόθρον, i. e. over the trench, so that the blood might run into it, Od. 11.35.

Spanish (DGE)

1 c. ac. de pers. degollar Τρώων ... τέκνα Il.18.336, cf. Luc.DMeretr.13.3.
2 c. ac. de partes del cuerpo cortar μῆλα ... ἐς βόθρον Od.11.36, κεφαλήν Hes.Th.280.

Greek Monotonic

ἀποδειροτομέω: μέλ. -ήσω, σφαγιάζω αποκόπτοντας το κεφάλι ή το λαιμό κάποιου, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδειροτομέω: (тж. ἀ. κεφαλήν Hes.) перерезывать горло, зарезывать, закалывать (τινα Hom., Luc.).

Middle Liddell


to slaughter by cutting off the head or cutting the throat, Hom.