ἐχινέες

Revision as of 20:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

οἱ,

   A kind of mouse with rough bristling hair, in Libya, Hdt. 4.192 (v.l.ἐχῖνες): acc. pl. ἐχῖνας Arist.Mir.832b3.

German (Pape)

[Seite 1126] αἱ, eine Art libyscher Mäuse mit stachlichten Haaren, Her. 4, 192, v. l. ἐχῖνες.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχῑνέες: ἢ ἐχῖνες, οἱ, εἶδος μυὸς ἔχοντος τραχείας καὶ ἀκανθώδεις τρίχας, ζῶντος δὲ ἐν Λιβύῃ, Ἡρόδ. 4. 192, πρβλ. Ἀριστ. π. Θαυμ. 28.

French (Bailly abrégé)

έων (αἱ) :
sorte de rats à poil hérissé, de Libye, animal.
Étymologie: ἐχῖνος.

Greek Monolingual

ἐχινέες, οἱ (Α) εχίνος
(η αιτ. ἐχῑνας στον Αριστοτ.) είδος ποντικών με σκληρές και ακανθώδεις τρίχες που ζουν στη Λιβύη.

Greek Monotonic

ἐχῑνέες: ή ἐχῖνες, οἱ, είδος ποντικιού με αγκαθωτές τρίχες, που ζει στη Λιβύη, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐχῑνέες: έων οἱ эхины (ливийская разновидность грызунов с колючей шерстью) Her.

Middle Liddell


a kind of mouse with bristly hair, in Libya, Hdt.