καλλίβωλος

Revision as of 10:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A with rich soil, Ἴδας ὄρος E.Or.1382 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1309] schönschollig, mit fruchtbarem Boden, ἄστυ Eur. Or. 1382; bei Eustath. auch καλλιβῶλαξ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίβωλος: -ον, ἔχων καλοὺς βόλους, εὔφορον γῆν, ἄστυ Εὐρ. Ὀρ. 1382.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles mottes de terre, au sol fertile.
Étymologie: καλός, βῶλος.

Greek Monolingual

καλλίβωλος, -ον (Α)
αυτός που έχει πλούσιο έδαφος, ο εύφορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + βῶλος «βώλος γης»].

Greek Monotonic

καλλίβωλος: -ον (βῶλον), εύφορος, καρποφόρος, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίβωλος -ον [καλός, βῶλος] met vruchtbare grond.

Russian (Dvoretsky)

καλλίβωλος: (ῐ) с прекрасной почвой, с плодородной землей (ἄστυ Eur.).

Middle Liddell

καλλί-βωλος, ον [βῶλον]
with fine, rich soil, Eur.