προσήμερος

Revision as of 11:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον, (ἡμέρα)

   A happening in one day, Artem.4.84.

German (Pape)

[Seite 765] in einem Tage, in kurzer Zeit geschehend, Artemid. 4, 48, im Ggstz von χρόνιος.

Greek (Liddell-Scott)

προσήμερος: -ον, (ἡμέρα) = ἐφήμερος, Ἀρτεμίδ. 4. 84.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που διαρκεί μια μέρα, ο εφήμερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. εφ-ήμερος].