προσήμερος
From LSJ
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
προσήμερον, (ἡμέρα) happening in one day, Artem.4.84.
German (Pape)
[Seite 765] in einem Tage, in kurzer Zeit geschehend, Artemid. 4, 48, im Gegensatz von χρόνιος.
Greek (Liddell-Scott)
προσήμερος: -ον, (ἡμέρα) = ἐφήμερος, Ἀρτεμίδ. 4. 84.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που διαρκεί μια μέρα, ο εφήμερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. εφήμερος].