προσθόδομος

Revision as of 11:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ,

   A chief of a house or its former lord, Ἀτρεῖδαι A.Ch. 322 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 766] der vorher das Haus bewohnte, od. der das Haus schirmt, Hort des Hauses, Aesch. Ch. 319.

Greek (Liddell-Scott)

προσθόδομος: ὁ, ὁ ἄρχων ἢ προστάτης οἴκου, ἢ ὁ πρῴην κύριος αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 321

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se tient devant la maison ; p.-ê. protecteur de la maison.
Étymologie: πρόσθεν, δόμος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο αρχηγός ή προστάτης σπιτικού, νοικοκυριού, ή ο προηγούμενος κύριός του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσθεν + δόμος.

Greek Monotonic

προσθόδομος: ὁ, προηγούμενος κύριος του σπιτιού, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

προσθόδομος: ὁ прежний хозяин или хранитель дома Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσθόδομος -ου, ὁ [πρόσθεν, δόμος] voormalige huiseigenaar.

Middle Liddell

προσθό-δομος, ὁ,
the former lord of a house, Aesch.