προσθόδομος
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
English (LSJ)
ὁ, chief of a house or its former lord, Ἀτρεῖδαι A.Ch. 322 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 766] der vorher das Haus bewohnte, od. der das Haus schirmt, Hort des Hauses, Aesch. Ch. 319.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se tient devant la maison ; p.-ê. protecteur de la maison.
Étymologie: πρόσθεν, δόμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσθόδομος -ου, ὁ [πρόσθεν, δόμος] voormalige huiseigenaar.
Russian (Dvoretsky)
προσθόδομος: ὁ прежний хозяин или хранитель дома Aesch.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο αρχηγός ή προστάτης σπιτικού, νοικοκυριού, ή ο προηγούμενος κύριός του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσθεν + δόμος.
Greek Monotonic
προσθόδομος: ὁ, προηγούμενος κύριος του σπιτιού, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
προσθόδομος: ὁ, ὁ ἄρχων ἢ προστάτης οἴκου, ἢ ὁ πρῴην κύριος αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 321