σαυνιάζω

Revision as of 12:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A hurl a javelin at, τοὺς ἐναντίους D.S.5.29.

German (Pape)

[Seite 865] mit dem Wurfspieße werfen, erlegen, D. Sic. 5, 29.-

Greek (Liddell-Scott)

σαυνιάζω: ἐξακοντίζω κατά τινος ἀκόντιον, πλήττω δι’ ἀκοντίου, τινὰ Διόδ. 5. 29.

Greek Monolingual

Α σαύνιον
εξαπολύω εναντίον κάποιου ακόντιο, φονεύω κάποιον με ακόντιο.

Russian (Dvoretsky)

σαυνιάζω: поражать копьем (τινά Diod.).