ἱπποκρατία

Revision as of 12:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A victory in a cavalry action, X.Cyr.1.4.24.

German (Pape)

[Seite 1260] ἡ, Reitersieg, Xen. Cyr. 1, 4, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποκρᾰτία: ἡ, νίκη ἐν ἱππομαχίᾳ, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 24˙ - «ἱπποκρατία˙ τὸ τοῖς ἵπποις νικᾶν» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
supériorité par la cavalerie ou dans un combat de cavalerie.
Étymologie: ἱπποκρατέω.

Greek Monolingual

ιπποκρατία, ἡ (Α)
επικράτηση του ιππικού, νίκη του ιππικού σε μάχηχαίρω τῇ ἱπποκρατίᾳ», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -κρατία (< -κράτης < κράτος), πρβλ. δημο-κρατία, λαο-κρατία].

Greek Monotonic

ἱπποκρᾰτία: ἡ, νίκη σε ιππομαχία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἱπποκρᾰτία: ἡ победа конницы: μάλα χαίρων τῇ ἱπποκρατίᾳ Xen. чрезвычайно довольный победой (своей) конницы.

Middle Liddell

ἱπποκρᾰτία, ἡ, [from ἱπποκρᾰτέω]
victory in a cavalry action, Xen.