προσσωρεύω

Revision as of 14:06, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A heap up beside, λίθους τοῖς Ἑρμαῖς Corn.ND16.    II store up, Luc.Anach.25, Gloss.

German (Pape)

[Seite 780] dazu, dabei häufen, anhäufen; Luc. Anach. 25; Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

προσσωρεύω: ἐπισωρεύω τι πρός τι, Λουκ. Ἀνάχ. 25, Κορνούτου περὶ Θεῶν Φύσ. 16.

French (Bailly abrégé)

amasser en outre ou encore.
Étymologie: πρός, σωρεύω.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. τοποθετώ σε σωρό κάτι ακόμη («προσσωρεύουσι τοῑς ἑρμαῑς τοὺς λίθους», Κορνούτ.)
2. αποθηκεύω κάτι ακόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + σωρεύω «αποθηκεύω, στοιβάζω»].

Greek Monotonic

προσσωρεύω: μέλ. -σω, συσσωρεύω, συγκεντρώνω επιπλέον, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

προσσωρεύω: собирать в кучу, нагромождать (τὸν καρπόν Luc.).

Middle Liddell

fut. σω
to store up besides, Luc.