ἀναπωμάζω

Revision as of 14:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

(πῶμα)

   A lift up the cover, Hero Spir.1 Praef., Critoap. Gal.12.732.

German (Pape)

[Seite 204] den Deckel aufmachen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπωμάζω: (πῶμα) αἴρω, σηκώνω τὸ πῶμα, τὸ σκέπασμα, Ἥρων Πνευμ. σ. 150.

Spanish (DGE)

destapar Crit.Hist. en Gal.12.732, Hero Spir.1.praef.p.20, ZPE 15.46 (Dalisando).

Greek Monolingual

ἀναπωμάζω (Α)
σηκώνω και βγάζω το πώμα, ξεβουλλώνω, ξεταπώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + πωμάζω «σκεπάζω με πώμα, βουλλώνω».
ΠΑΡ. νεοελλ. αναπωμαστήρας (-ήρ)].