πωμάζω

From LSJ

Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund

Menander, Monostichoi, 390
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωμάζω Medium diacritics: πωμάζω Low diacritics: πωμάζω Capitals: ΠΩΜΑΖΩ
Transliteration A: pōmázō Transliteration B: pōmazō Transliteration C: pomazo Beta Code: pwma/zw

English (LSJ)

furnish with a lid or cover, Arist.HA627b8, Pr.899b26, Dsc.1.8, Babr.58.2; cover up, seal, ἀγγεῖα γύφῳ Gp.6.16.1; stop up, τρῆμα τῷ δακτύλῳ ib.7.15.2: generally, cover, ὄψιν 1Enoch10.5.

German (Pape)

[Seite 827] bedecken, mit einem Deckel versehen; Arist. H. A. 9, 40; Diosc.

French (Bailly abrégé)

fermer avec un couvercle, boucher.
Étymologie: πῶμα¹.

Russian (Dvoretsky)

πωμάζω: снабжать или закрывать крышкой (πωμάσαι λοπάδα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

πωμάζω: (πῶμα) σκεπάζω διὰ πώματος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 56, Προβλ. 11. 8, Βάβρ. 58. 2· ὡσαύτως πωμᾰτίζω, Γαλην. τόμ. 13, σ. 958, Ἡσύχ. ἐν λέξ. δυοχοῖ· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 671.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. σκεπάζω, κλείνω, βουλώνω κάτι με πώμα
2. (ιδίως σχετικά με οπή) καλύπτω, σφραγίζωπωμάζω ἀγγεῖα γύψῳ», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶμα «καπάκι, σκέπασμα»].

Greek Monotonic

πωμάζω: σκεπάζω με πώμα, καλύπτω, σε Βάβρ.

Middle Liddell

πωμάζω, πῶμα
to furnish with a lid, cover up, Babr.