πωμάζω
Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund
English (LSJ)
furnish with a lid or cover, Arist.HA627b8, Pr.899b26, Dsc.1.8, Babr.58.2; cover up, seal, ἀγγεῖα γύφῳ Gp.6.16.1; stop up, τρῆμα τῷ δακτύλῳ ib.7.15.2: generally, cover, ὄψιν 1Enoch10.5.
German (Pape)
[Seite 827] bedecken, mit einem Deckel versehen; Arist. H. A. 9, 40; Diosc.
French (Bailly abrégé)
fermer avec un couvercle, boucher.
Étymologie: πῶμα¹.
Russian (Dvoretsky)
πωμάζω: снабжать или закрывать крышкой (πωμάσαι λοπάδα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
πωμάζω: (πῶμα) σκεπάζω διὰ πώματος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 56, Προβλ. 11. 8, Βάβρ. 58. 2· ὡσαύτως πωμᾰτίζω, Γαλην. τόμ. 13, σ. 958, Ἡσύχ. ἐν λέξ. δυοχοῖ· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 671.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. σκεπάζω, κλείνω, βουλώνω κάτι με πώμα
2. (ιδίως σχετικά με οπή) καλύπτω, σφραγίζω («πωμάζω ἀγγεῖα γύψῳ», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶμα «καπάκι, σκέπασμα»].
Greek Monotonic
πωμάζω: σκεπάζω με πώμα, καλύπτω, σε Βάβρ.