ἐκκεραΐζω

Revision as of 15:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A plunder, pillage, sack, Call.Cer.50 ; cut down, πίτυν AP 9.312 (Zon.).

German (Pape)

[Seite 762] aushauen; πίτυν Zon. 5 (IX, 312); ganz verwüsten, ἱερόν Callim. Cer. 50.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκεραΐζω: διαρπάζω, λαφυραγωγῶ, Καλλ. εἰς Δήμ. 50· κόπτω πρόρριζα, καταστρέφω, Ἀνθ. Π. 9. 312.

French (Bailly abrégé)

1 abattre, renverser;
2 p. ext. détruire, piller.
Étymologie: ἐκ, κεραΐζω.

Spanish (DGE)

1 abatir, arrasar, asolar τᾶς (Δάματρος) ἱερόν ref. al bosque sagrado, Call.Cer.49, πίτυν AP 9.312 (Zon.), πόλεις τε ὁμοῦ καὶ χώρας Cyr.Al.M.72.29B.
2 por confusión c. κέρας descornar ἃς (κεφαλάς) ὑμεῖς ... ἐκκεραΐσασαι de la Bestia apocalíptica, Meth.Symp.208, fig., en v. pas. ἐκκεραϊζομένης τοῦ δράκοντος τῆς ἰσχύος Meth.Symp.207.

Greek Monolingual

ἐκκεραΐζω (Α)
1. διαρπάζω, λεηλατώ
2. καταστρέφω.

Greek Monotonic

ἐκκεραΐζω: μέλ. -σω, αποκόπτω τη ρίζα και τα κλαδιά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκεραΐζω: вырубать, срубать (γηραλέαν πίτυν Anth.).