ὠχράω

Revision as of 15:22, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A turn pale or wan, ὠχρήσαντα χρόα Od.11.529; of the sun, Arat.851.

Greek (Liddell-Scott)

ὠχράω: μέλλ. -ήσω, γίνομαι ὠχρός, χλωμιάζω, ὠχρ. χρόα, ἔχω χροιὰν ὠχράν, εἶμαι κιντρινωπός, Ὀδ. Λ. 529· πρβλ. ὠχριάω. 2) Παθ., ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ὤχρηται Ἄρατ. 851.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
devenir jaune ou pâle.
Étymologie: ὠχρός.

English (Autenrieth)

only aor. part., ὠχρήσαντα, having become pale, Od. 11.529.

Greek Monotonic

ὠχράω: μέλ. -ήσω, γίνομαι ωχρός ή χλωμός· ὠχρᾶν χρόα, έχω ωχρή χροιά, είμαι κιτρινωπός, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὠχράω: становиться желтовато-бледным или бледнеть: ὠ. χρόα Hom. побледнеть лицом.

Middle Liddell

ὠχράω, fut. -ήσω [from ὠχρός
to turn pale or wan, ὠχρᾶν χρόα to be wan of countenance, Od.