ἀπευνάζω

Revision as of 15:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A lull to sleep, ἀπευνασθέντος κακοῦ (ἀπ' εὐνασθέντος κ. cod. L) S.Tr.1242.

German (Pape)

[Seite 289] zur Ruhe bringen, lindern, κακοῦ ἀπευνασθέντος Soph. Tr. 1232, Schol. καταπραϋνθέντος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπευνάζω: κατευνάζω, καταπραΰνω, κοιμίζω, ἀπευνασθέντος κακοῦ (Dind. ἀπ’ εὐνασθέντος κ) Σοφ. Τρ. 1242, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

part. ao. Pass. ἀπευνασθείς;
bercer, adoucir.
Étymologie: ἀπό, εὐνάζω.

Greek Monolingual

ἀπευνάζω (Α)
κατευνάζω, καταπραύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + ευνάζω < ευνή «κρεβάτι»].

Greek Monotonic

ἀπευνάζω: μέλ. -σω, νανουρίζω κάποιον για να κοιμηθεί, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπευνάζω: досл. усыплять, перен. унимать (κακοῦ ἀπευνασθέντος Soph. - v. l. ἀπ᾽ εὐνασθέντος).

Middle Liddell

to lull to sleep, Soph.