ευνάζω

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

εὐνάζω (Α) ευνή
1. τοποθετώ κάποιον σε ένα μέρος για ενέδραἔνθα σ' ἐγών... εὐνάσω ἑξείης», Ομ. Οδ.)
2. βάζω κάποιον στο κρεβάτι, βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω
3. (για ζώα) βάζω το νεογνό στη φωλιά
4. μτφ. (για θάνατο) καταρρίπτω, καταβάλλω, αποκοιμίζω («εὔνασον εὔνασον ὠκυπέτᾳ μόρῳ τὸν μέλεον φθίσας», Σοφ.)
5. καταπραΰνω, γλυκαίνω («εὐνάζειν... βλεφάρων πόθον», Σοφ.)
6. δίνω σε γάμο
7. (για κόπο ή πόνο) κατευνάζω, καταπαύω, σταματώ («τὴν ταλαιπωρίην εὐνάζειν», Αρετ.)
8. παθ. ευνάζομαι
α) πέφτω στο κρεβάτι, κατακλίνομαι, πλαγιάζω
β) (για όρνιθες) κουρνιάζωἔνθα δὲ τ' ὄρνιθες... εὐνάζοντο», Ομ. Οδ.)
γ) (για γυναίκες κυρίως, αλλά και για άνδρες και για ζώα) συνουσιάζομαι («εὐνάσθη ξένου λέκτροισιν», Πίνδ.).