ευνάζω
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
Greek Monolingual
εὐνάζω (Α) ευνή
1. τοποθετώ κάποιον σε ένα μέρος για ενέδρα («ἔνθα σ' ἐγών... εὐνάσω ἑξείης», Ομ. Οδ.)
2. βάζω κάποιον στο κρεβάτι, βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω
3. (για ζώα) βάζω το νεογνό στη φωλιά
4. μτφ. (για θάνατο) καταρρίπτω, καταβάλλω, αποκοιμίζω («εὔνασον εὔνασον ὠκυπέτᾳ μόρῳ τὸν μέλεον φθίσας», Σοφ.)
5. καταπραΰνω, γλυκαίνω («εὐνάζειν... βλεφάρων πόθον», Σοφ.)
6. δίνω σε γάμο
7. (για κόπο ή πόνο) κατευνάζω, καταπαύω, σταματώ («τὴν ταλαιπωρίην εὐνάζειν», Αρετ.)
8. παθ. ευνάζομαι
α) πέφτω στο κρεβάτι, κατακλίνομαι, πλαγιάζω
β) (για όρνιθες) κουρνιάζω («ἔνθα δὲ τ' ὄρνιθες... εὐνάζοντο», Ομ. Οδ.)
γ) (για γυναίκες κυρίως, αλλά και για άνδρες και για ζώα) συνουσιάζομαι («εὐνάσθη ξένου λέκτροισιν», Πίνδ.).