ἄπλευστος
English (LSJ)
ον,
A not navigated: τὸ ἄ. part of the sea not yet navigated, X.Cyr.6.1.16.
German (Pape)
[Seite 292] noch nicht von Schiffen befahren, Ggstz πεπλευσμένον Xen. Cyr. 5, 1, 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où l’on n’a pas encore navigué.
Étymologie: ἀ, πλέω.
Spanish (DGE)
-ον
nunca navegado τὸ ἄ. el mar nunca navegado X.Cyr.6.1.16.
Greek Monolingual
ἄπλευστος, -ον (Α)
εκείνος στον οποίο δεν μπορεί να πλεύσει κανείς.
Greek Monotonic
ἄπλευστος: -ον (πλέω), αυτός που δεν είναι πλωτός, δεν είναι δυνατόν να τον διαπλεύσει κάποιος, ή αυτός που δεν έχει διαπλευσθεί· τὸ ἄπλευστον, το μέρος της θάλασσας που δεν έχει διαπλευθεί ακόμη, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἄπλευστος: не пройденный кораблем (sc. πέλαγος Xen.).
Middle Liddell
πλέω
not navigated: τὸ ἄπλ. a part of the sea not yet navigated, Xen.