ἐπεισρέω
English (LSJ)
A flow in upon or besides, Trag.Adesp.89, Ph.Fr.73 H., Plu.Num.20, Luc. Alex.49.
German (Pape)
[Seite 912] (s. ῥέω), noch dazu hineinfließen, herbeiströmen, Luc. Alex. 49 Plut. Num. 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισρέω: μέλλ. -ρεύσομαι, εἰσρέω ὑπεράνωθέν τινος, ὡς ὅταν ἡ θάλασσα ὁρμᾷ κατὰ τῶν πλευρῶν πλοίου καὶ εἰσρέῃ εἰς αὐτὸ ὑπεράνωθεν αὐτῶν, καὶ τὴν μὲν ἐξηντλοῦμεν, ἡ δ’ ἐπεισρέει Ποιητ. παρ’ Ἀρρ. ἐν Περίπλ. Εὐξ. Πόντ. 3, ἐν τέλει· οἷον ἐκ πηγῆς τῆς Νουμᾶ σοφίας τῶν καλῶν καὶ δικαίων ἐπεισρεόντων εἰς ἅπαντας Πλουτ. Νουμ. 20, Λουκ. Ἀλέξ. 49, Ἀθήν. 156Ε.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
couler en outre dans ou sur.
Étymologie: ἐπί, εἰσρέω.
Greek Monolingual
ἐπεισρέω (Α) εισρέω
εισρέω κάπου από υψηλότερο σημείο.
Greek Monotonic
ἐπεισρέω: μέλ. -ρεύσομαι, εισρέω από πάνω ή υπερχειλίζω, σε Πλούτ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεισρέω: староатт. ἐπεσρέω (только praes.)
1) втекать, притекать (εἰς τὸ κενούμενον ἐπεισρέων ὁ ἀήρ Plut.);
2) стекаться (πολλῶν ἐπὶ πολλοῖς ἐπεσρεόντων Luc.).