περικλειτός

Revision as of 15:56, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ή, όν, κλείω (B), κλέος)

   A far-famed, Theoc.17.34, AP9.434.3 (Theoc.), Q.S.3.305.

German (Pape)

[Seite 579] rings od. weit gepriesen; Theocr. 17, 34; Qu. Sm. 3, 305 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περικλειτός: -ή, -όν, (κλείω, κλέος) περικλεής, περίφημος, Θεόκρ. 17. 34, Ἐπιγρ. 22. 3, Κόϊντ. Σμ. 3. 305· πρβλ. περικλυτός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
célèbre tout alentour, très illustre.
Étymologie: περί, κλειτός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
περικλεής, ένδοξος, φημισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κλειτός «ένδοξος» (πρβλ. δουρι-κλειτός)].

Greek Monotonic

περικλειτός: -ή, -όν, ολόγυρα ονομαστός, περίφημος, ξακουστός, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

περικλειτός: Theocr. = περικλεής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περικλειτός -ή -όν [περί, κλείω] wijd en zijd beroemd.

Middle Liddell

περι-κλειτός, ή, όν
famed all round, farfamed, Theocr.