ψαυκροπόδης
English (LSJ)
ὁ, and ψαυκρόποδα (acc. sg. masc.),
A swift-footed, epith. of the horse Arion, EM817.45, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1391] ὁ, u. ψαυκρόπους, ὁ, ἡ, πουν, τό, schnellfüßig, Beiw. des Pferdes bei Arion u. der Satyrn bei Nonnos.
Greek (Liddell-Scott)
ψαυκροπόδης: -ου, ὁ, καὶ ψαυκρόπους, ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ταχὺς τοὺς πόδας, ἐπίθ. τοῦ ἵππου Ἀρίονος καὶ τῶν Σατύρων, Ἐτυμ. Μέγ. 817. 45.
Greek Monolingual
ὁ, και ως επίθ. ψαυκρόπους, -ουν, Α
1. γρήγορος στα πόδια, γοργοπόδαρος
2. (κατά τον Ησύχ.) «ψαυκρόποδα
κουφόποδα, ἄκροις τοῑς ποσὶ ψαύοντα»·
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαυκρός «ταχύς» + -πόδης / -πους (πρβλ. σκιρτο-πόδης)].
Frisk Etymology German
ψαυκροπόδης: {psaukropódēs}
Meaning: schnellfüßig,
Etymology : Beiw. des Pferdes Arion (EM 817, 45), Akk. -ποδα H. — S. σαυκρόν.
Page 2,1130