σαυκρόν
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: ἁβρόν, ἐλαφρόν, ἄκρον; σαυκρόποδες ἁβρόποδες H. On the suffix combination -κρ- Chantraine Form. 225 w. n. 1, Schwyzer 496.
Derivatives: Besides in H. also σαυχμόν σαχνόν, χαῦνον, σαθρόν, ἀσθενές (: Skt. sūkṣma- fine, slender, thin, small ?; cf. αὑχμός); with ψ- : ψαυκρός καλλωπιστής, ταχύς, ἐλαφρός, ἀραιός; ψαυκρὸν γόνυ κοῦφον, ψαυκρόποδα κουφόποδα; by H. folketymolog. connected with ἄκρος and ψαύειν.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Popular-expressive words without convincing connection; cf. σαῦλος, σαυνίον and σαύρα w. lit. -- The combination of σαυκρός and ψαυκρός (and σαυχμός, s.v. σαυκόν) shows that the word is Pre-Greek.
Frisk Etymology German
σαυκρόν: {saukrón}
Meaning: ἁβρόν, ἐλαφρόν, ἄκρον; σαυκρόποδες· ἁβρόποδες H. Zur Suffixkombination -κρ- Chantraine Form.. 225 m. A. 1, Schwyzer 496.
Derivative: Daneben bei H. noch σαυχμόν· σαχνόν, χαῦνον, σαθρόν, ἀσθενές ( : aind. sūkṣma- fein, schmal, dünn, klein ?; vgl. αὐχμός); mit ψ- : ψαυκρός· καλλωπιστής, ταχύς, ἐλαφρός, ἀραιός; ψαυκρὸν γόνυ· κοῦφον, ψαυκρόποδα· κουφόποδα; von H. volksetymologisch mit ἄκρος und ψαύειν verbunden.
Etymology : Volkstümlichexpressive Wörter ohne überzeugende Anknüpfung; vgl. σαῦλος, σαυνίον und σαύρα m. Lit.
Page 2,682