ἀμολγεύς

Revision as of 16:04, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A milk-pail, Theoc.8.87, AP9.224 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 127] έως ὁ, Melkeimer, Theocr. 8, 87; Crinag. 26 (IX, 224).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμολγεύς: έως, ὁ, ἀγγεῖον πρὸς ἄμελξιν, καδίσκος, «καρδάρι», Λατ. mulctra, Θεόκρ. 8. 87, Ἀνθ. Π. 9. 224.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
vase à traire.
Étymologie: ἀμέλγω.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ

• Prosodia: [ᾰ-]
colodra Theoc.8.87, AP 9.224 (Crin.).

Greek Monolingual

ἀμολγεὺς (έως), ο (Α) ἀμέλγω
δοχείο μέσα στο οποίο αρμέγουν, καρδάρα.

Greek Monotonic

ἀμολγεύς: -έως, ὁ (ἀμέλγω), καρδάρα για το γάλα, Λατ. mulctra, σε Θεόκρ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμολγεύς: έως ὁ подойник Theocr., Anth.

Middle Liddell

ἀμέλγω
a milk-pail, Lat. mulctra, Theocr., Anth.