δυσθεράπευτος

Revision as of 16:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ον</b>" to "ᾰ], ον")

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A hard to cure, Hp.Medic.10, S.Aj.609 (lyr.); εὐήθεια Ph.1.334.

German (Pape)

[Seite 681] schwer zu heilen, Hippocr.; schwer zu warten, zu behandeln, Ajas, Soph. Ai. 603.

Greek (Liddell-Scott)

δυσθεράπευτος: -ον, δυσίατος, Ἱππ. 21. 26, Σοφ. Αἴ. 609.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à soigner, à guérir.
Étymologie: δυσ-, θεραπεύω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1medic. difícil de curar, incurable ἕλκος Hp.Medic.10, Gal.8.391, 13.477, ἀλωπεκία Asclep. en Gal.12.410, Heras en Gal.12.400, διάθεσις Gal.12.981, cf. Gr.Naz.M.36.408B, νόσος Eus.DE 4.10, Heph.Astr.3.31.8, σταφυλώματα Aët.7.36, cf. Gal.12.203, Vett.Val.202.30, Paul.Al.95.3, Alex.Trall.1.349.12, ἐμφυσήματα Aët.2.24
de pers. que tiene una herida incurable Αἴας S.Ai.609, cf. Antyll. en Orib.50.2.1, 50.2.2.
2 de abstr., fig. difícil de remediar o solucionar εὐήθεια Ph.1.334, δειλία Ph.1.375, λῦπαι Epist.Char.p.33.3, ἀμαθία, νόσος δ. Ph.2.376, cf. Chrys.M.62.724
difícil de dirimir φιλονεικίαι Gr.Nyss.Or.Dom.7.12
difícil de arreglar τὸ σχίσμα (τοῦ χιτῶνος) Gr.Nyss.Hom.in Cant.329.6
tb. de pers. difícil de redimir de los falsos cristianos, Ign.Eph.7.1.
II adv. -ως en forma difícil de curar δ. ἔχοντας τὰ σώματα Ammon.Diff.29.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσθεράπευτος, -ον)
αυτός που δύσκολα θεραπεύεται.

Greek Monotonic

δυσθεράπευτος: -ον (θεραπεύω), αυτός που δύσκολα γιατρεύεται, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δυσθεράπευτος: трудноисцелимый Soph.

Middle Liddell

δυσ-θεράπευτος, ον θεραπεύω
hard to cure, Soph.