ἀκτέον

Revision as of 17:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

(ἄγω)

   A one must lead, Pl.R.467e, etc.; one must treat, τινὰς τρυφερώτερον Sor.2.9; one must bring, εἰς ὑπόμνησιν Apollon.Cit. 3.    2 εἰρήνην ἀκτέον one must keep peace, And.3.40, D.8.5.    II one must go, march, X.HG6.4.5.    III Adj., ἀκτέος, α, ον, to be drawn, γραμμαί Gal.16.406; to be led away, ἐπὶ τὸ κολασθῆναι D.23 Arg.2.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἄγω, πρέπει τις να ἄγη, ὁδηγῆ, Πλάτ. Πολ. 467Ε, κτλ.· εἰρήνην ἀκτέον, πρέπει τις νά τηρῇ εἰρήνην, Ἀνδοκ. 28. 28, Δημ. 91.11. ΙΙ. πρέπει νὰ ὑπάγῃ τις ἢ νὰ ἐλάσῃ, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 5.

Spanish (DGE)

1 hay que llevar τινὰς ἐπὶ τὴν θείαν Pl.R.467e
hay que traer τοῦτο ... εἰς ὑπόμνησιν Apollon.Cit.3.29
intr. c. sent. hostil hay que atacar ἐπὶ τοὺς ἄνδρας X.HG 6.4.5.
2 hay que mantener εἰρήνην And.3.40, D.8.5.
3 medic. hay que tratar τινὰς τρυφερώτερον Sor.98.29.

Greek Monotonic

ἀκτέον: ρημ. επίθ. του ἄγω,
I. αυτό που πρέπει κάποιος να οδηγεί, σε Πλάτ. κ.λπ.· εἰρήνην ἀκτέον, κάποιος πρέπει να διαφυλάσσει την ειρήνη, σε Δημ.
II. αυτό στο οποίο πρέπει κάποιος να πάει ή να οδεύσει, να προχωρήσει, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀκτέον: adj. verb. κ ἄγω.