ἐπιβοηθέω

Revision as of 18:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

Dor. ἐπι-βοᾱθέω,

   A come to aid, succour, τινί Hdt.3.146, 7.207, Th.1.73, 4.29, al., SIG398.7 (Cos, iii B.C.): abs., Th.3.69, PPetr.2p.143 (iii B.C.), etc.    II. come to aid against, τινί Th.3.26; ἐπὶ τὸ ἐχόμενον X.HG7.5.24.

German (Pape)

[Seite 929] zu Hülfe herbeikommen, τινί, Her. 3, 146. 7, 207; ἐπιβωθέειν 8, 1. 14; absol., Thuc.; τινί Xen. An. 6, 5, 9; ἐπί τινα Hell. 7, 5, 24 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβοηθέω: Ἰων. -βωθέω, ἔρχομαι εἰς βοήθειαν, βοηθῶ, τινὶ Ἡρόδ. 3. 146., 7. 207, Θουκ. 3. 69., 4. 29, κ. ἀλλ. ΙΙ. πέμπω βοήθειαν ἐναντίον τινός, ὅπως οἱ Ἀθηναῖοι, ἀμφοτέρωθεν θορυβούμενοι, ἧσσον ταῖς ναυσὶν ἐς τὴν Μυτιλήνην καταπλεούσαις ἐπιβοηθήσουσιν ὁ αὐτ. 3. 26· ἐπί τινα Ξεν. Ἑλλην. 7. 5, 24· ἀπολ., Θουκ. 3. 96 κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
venir au secours : τινι de qqn ; ἐπί τινα XÉN contre un ennemi.
Étymologie: ἐπί, βοηθέω.

Greek Monotonic

ἐπιβοηθέω: Ιων. -βωθέω, μέλ. -σω, έρχομαι προς βοήθεια, συνδράμω, βοηθώ, τινί, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβοηθέω: ион. ἐπιβωθέω приходить на помощь, помогать (τινι Xen., Her. и ἐπί τινα Xen.; πολλῇ χειρί Thuc.).

Middle Liddell

ionic -βωθέω fut. σω
to come to aid, to succour, τινί Hdt., Thuc.