προτροπάδην

Revision as of 14:20, 3 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

[ᾰ], Dor. -δᾱν, Adv., (προτρέπω)

   A turned forwards, i.e. headforemost, with headlong speed, π. φοβέοντο Il.16.304; π. σπεύδειν Pi.P.4.94; φεύγειν Pl.Smp.221b, Arr.An.3.28.3; φέρεσθαι Plb.12.4.4; π. ὤσασθαι to drive headlong, Plu.Ages.18; φήμαις ψευδέσι π. πεσοῦνται Ph.2.432.

German (Pape)

[Seite 794] adv., vorwärts gewendet, bes. von eiliger Flucht, ohne sich umzusehen, dah. überh. eilig; φοβέοντο, Il. 16, 304; προτρ. ἵκετο σπεύδων, Pind. P. 4, 94; τοὺς προτρ. φεύγοντας, Plat. Conv. 221 c, Xen. Mem. 1, 3, 13; u. so Folgde, wie Pol. 1, 12, 3 u. öfter; auch προτροπάδην φέρεται καὶ συντρέχει τὰ ζῶα πρὸς τὴν σάλπιγγα, 12, 3, 4; ὤσασθαι προτρ. τοὺς Θηβαίους, in die Flucht schlagen, Plut. Agesil. 18.

Greek (Liddell-Scott)

προτροπάδην: [ᾰ], Δωρ. -δαν, Ἐπίρρ. (προτρέπω), ἐστραμμένος πρὸς τὰ ἐμπρός, χωρὶς νὰ βλέπῃ πρὸς τὰ ὀπίσω, δρομαίως, πρ. φοβέοντο, «ἠπειγμένως καὶ ὁλοσχερῶς ἐκστρέψαντες τὰ νῶτα» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 304· πρ. σπεύδειν Πινδ. Π. 4, 167· φεύγειν Πλάτ. Συμπ. 221C· φέρεσθαι Πολύβ. 12. 4, 4· πρ. ὤσασθαι Πλουτ. Ἀγησ. 18. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προτροπάδην· εἰς τοὔμπροσθεν τετραμμένοι. ἢ φεύγων καὶ διώκων ὡς ἐν μάχῃ», πρβλ. καὶ Σουΐδ. καὶ Φώτ.

French (Bailly abrégé)

adv.
en déroute, en désordre.
Étymologie: προτρέπω, -δην.

English (Autenrieth)

adv., in headlong flight, Il. 16.304†.

Greek Monolingual

ΝΑ, και δωρ. τ. προτροπάδαν Α
επίρρ. (για άνθρωπο ή ζώο που φεύγει) δρομέως, τάχιστα, χωρίς να βλέπει προς τα πίσω, κν. στα τέσσερα (α. «έφυγε προτροπάδην» β. «προτροπάδην φοβέοντο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προ-τροπ- του προ-τρέπω (πρβλ. προ-τροπ-ή) + επιρρμ. κατάλ. -άδην (πρβλ. περι-στολ-άδην)].

Greek Monotonic

προτροπάδην: [ᾰ], Δωρ. -δαν, επίρρ. (προτρέπω), τρέχοντας και χωρίς να γυρίζει να βλέπει πίσω, βιατικά, άρον άρον, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

προτροπάδην: дор. προτροπάδᾱν (πᾰ) adv. повернувшись вспять, т. е. без оглядки, поспешно (σπεύδειν Pind.; φεύγειν Plat., Plut.; φέρεσθαι Polyb.; ὤσασθαι Plut.): π. φοβεῖσθαι Hom. бежать в страхе.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προτροπάδην, Dor. προτροπάδᾱν [προτρέπω] adv., halsoverkop.

Middle Liddell

προτρέπω
headforemost, with headlong speed, Il., Plat.