θησαύρισμα

Revision as of 14:20, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A store, treasure, S.Ph.37, E.El.497, Ion1394, Vett.Val.352.5: metaph., θ. κακῶν Democr.149.

German (Pape)

[Seite 1211] τό, das Gesammelte, Aufbewahrte, der Vorrath; Soph. Phil. 37 Eur. El. 497; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θησαύρισμα: τό, τὸ ἀποταμιευθέν, θησαυρός, Λατιν. Penus, Σοφ. Φιλ. 37, Εὐρ. Ἠλ. 497, Ἴωνι 1394· ― μεταφ., θησ. Κακῶν Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 500D.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce qu’on amasse, trésor, réserve.
Étymologie: θησαυρίζω.

Greek Monolingual

το (ΑΜ θησαύρισμα) θησαυρίζω
1. αποταμίευμα, θησαυρός
2. (ειδ. για φιλολ. συλλογές) συγκέντρωση, συναγωγή, συλλογή.

Greek Monotonic

θησαύρισμα: -ατος, τό, αυτό που έχει αποταμιευθεί, θησαυρός, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

θησαύρισμα: ατος τό
1) (накопленные) вещи, имущество Soph., pl. Eur.;
2) ценность, сокровище: θ. Διονύσου ὀσμῇ κατῆρες Eur. благоуханное сокровище Диониса, т. е. вино;
3) скопление, вместилище (κακῶν ταμεῖον καὶ θ. Democr. ap. Plut.).

Middle Liddell

θησαύρισμα, ατος, τό,
a store, treasure, Soph., Eur. [from θησαυρίζω

English (Woodhouse)

treasure