οὐδαμόσε

Revision as of 14:25, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

Adv. of οὐδαμός,

   A = οὐδαμοῖ, Th.5.49, Pl.Phd.108a, 109a, D.43.74.

German (Pape)

[Seite 408] dem πόσε entsprechend, nirgends hin, nach keinem Orte hin; κληθῆναι, Plat. Phaed. 109 ai Soph. 250 c, öfter, u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

οὐδᾰμόσε: Ἐπίρρ. τοῦ οὐδαμός, = οὐδαμοῖ, Θουκ. 5. 49, Πλάτ. Φαίδων 108Α, 109Α, κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
nulle part avec mouv.
Étymologie: οὐδαμός, -σε.

Greek Monolingual

οὐδαμόσε (Α)
επίρρ. σε κανένα μέρος, προς κανένα μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. μηδαμό-σε)].

Greek Monotonic

οὐδᾰμόσε: επίρρ. του οὐδαμός = οὐδαμοῖ, σε Θουκ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

οὐδᾰμόσε: adv. ни в какую сторону, никуда (κλιθῆναι Plat.; ὅπλα ἐπενεγκεῖν Thuc.).

Middle Liddell

[adverb of οὐδαμός, = οὐδαμοῖ, Thuc., Plat.]

English (Woodhouse)

to no place