ἐπικηρυκεία
English (LSJ)
ἡ,
A sending an embassy to treat for peace, entering into negotiation, διὰ τὴν πρὸς Λακεδαιμονίους ἡμῖν ἐ. D.5.18, cf. Plb.14.2.13, Theopomp.Hist.209 (pl.).
German (Pape)
[Seite 948] ἡ, Harpocr. τὸ περὶ διαλλαγῶν καὶ φιλίας κήρυκας πέμπειν; die mit dem Feinde angeknüpften Unterhandlungen, διὰ τὴν πρὸς Λακεδαιμονίους ἡμῖν ἐπικηρυκείαν Dem. 5, 18; ἔτι μενούσης τῆς ὑπὲρ τῶν διαλύσεων ἐπικηρυκείας πρὸς ἀλλήλους Pol. 14, 2, 13; plur., D. Sic. 5, 75.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
envoi de hérauts ; négociation entre belligérants.
Étymologie: ἐπικηρυκεύω.
Greek Monolingual
ἐπικηρυκεία, ἡ (AM) επικηρυκεύω
μσν.
φιλία με ανθρώπους που ήταν προηγουμένως εχθροί
αρχ.
αποστολή κηρύκων, πρεσβείας για διαπραγμάτευση της ειρήνης.
Greek Monotonic
ἐπικηρῡκεία: ἡ, αποστολή πρεσβείας για σύναψη ειρήνης, είσοδος σε διαπραγματεύσεις, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικηρῡκεία: ἡ посольство для ведения переговоров о мире или мирные переговоры (πρὸς Λακεδαιμονίους Dem.; πρὸς ἀλλήλους Polyb.; αἱ ἐν τοῖς πολέμοις ἐπικηρυκεῖαι Diod.).
Middle Liddell
ἐπκηρῡκεία, ἡ, [from ἐπικηρυκεύω
the sending an embassy to treat for peace, entering into negotiation, Dem.