θηκτός

Revision as of 15:00, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ή, όν, (θήγω)

   A sharpened, whetted, A.Th.942 (lyr.), E.Med. 40, AP6.110 (Leon. or Mnasalc.), Pancrat.Oxy.1085.23.

German (Pape)

[Seite 1207] geschärft, gewetzt, σίδηρος Aesch. Spt. 925, φάσγανον Eur. Med. 40, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

θηκτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ θήγω, ἠκονημένος, ὀξύς, Αἰσχύλ. Θήβ. 944, Εὐρ. Μηδ. 40, Ἀνθ. Π. 6. 110.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
aiguisé.
Étymologie: θήγω.

Greek Monolingual

θηκτός, -ή, -όν (Α) θήγω
ακονισμένος, κοφτερός.

Greek Monotonic

θηκτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του θήγω, ακονισμένος, κοφτερός, τροχισμένος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

θηκτός: [adj. verb. к θήγω заостренный, отточенный (σίδηρος Aesch.; φάσγανον Eur.; σαυρωτήρ Anth.).

Middle Liddell

θηκτός, ή, όν verb. adj. of θήγω,]
sharpened, Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

sharp, for cutting