σιδήριον

Revision as of 15:06, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

(Dor. σιδάριον Schwyzer180.5 (Crete)), τό,

   A implement or tool of iron, IG12.313.128 (v B.C.); θερμοῖσι σ. ἐκκαίειν τοὺς ὀφθαλμούς with hot irons, Hdt.7.18; ἐπαΐοντες σιδηρίων feeling iron, not being proof against it, Id.3.29; of a knife, Id.9.37, cf. Lys.1.42; σ. εἰς κρεονομίαν PCair.Zen.720.3 (iii B.C.); σ. λιθουργά, of a stonemason's tools, Th.4.4, cf. Thphr.Lap.41; σιδηρίων μισθός IG22.1656; λίθους καὶ ξύλα καὶ σ. Pl.Euthd.300b; σ. πλατέα Arist. Cael.313a17.    II iron, Daimachus 4J. (v.l. σίδηρον).

German (Pape)

[Seite 879] τό, Eisengeräth, Werkzeug, Waffe von Eisen, Valck. Her. 7, 18. 9, 37; σιδήρια λιθουργά, Thuc. 4, 4; ξύλα καὶ σιδήρια, Plat. Euthyd. 300 b; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδήριον: τό, (σίδηρος) ἐργαλεῖον ἐκ σιδήρου, θερμοῖσι σ. ἐκκαίειν τοὺς ὀφθαλμούς, μὲ καίοντα τεμάχια σιδήρου, Ἡρόδ. 7. 18· σιδηρίων ἐπαΐειν, αἰσθάνομαι τὸν σίδηρον, δὲν δύναμαι νὰ ἀντιστῶ κατὰ τοῦ σιδήρου, ὁ αὐτ. 3. 29· ἐπὶ μαχαίρας, ὁ αὐτ. 9. 37, πρβλ. Λυσί. 95. 35· σ. λιθουργά, ἐπὶ τῶν ἐργαλείων λιθοξόου, Θουκ. 4. 4, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 300Β, Θεοφρ. π. Λίθ. 41·- σ. πλατέα, Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 6, 1.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
instrument de fer.
Étymologie: σίδηρος.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. σιδάριον, τὸ, Α σίδηρος / σίδαρος
1. το σιδερένιο τμήμα εργαλείου ή σκεύους
2. κάθε εργαλείο, όργανο, σκεύος ή όπλο από σίδηρο
3. η μάχαιρασιδήριον εἰς κρεονομίαν», πάπ.)
4. σίδηρος
5. φρ. «σιδήριον λειθουργόν» — η σμίλη του λιθοξόου.

Greek Monotonic

σῐδήριον: τό (σίδηρος), σκεύος ή εργαλείο από σίδηρο· σιδηρίων ἐπαΐειν, αισθάνομαι το σίδερο, δεν μπορώ να το αντέξω (να αντέξω στη δοκιμασία του), σε Ηρόδ.· θερμὰ σιδήρια, τα πυρακτωμένα κομμάτα σιδήρου ως όργανα βασανιστηρίων, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

σῐδήριον: τό
1) кусок железа (ξύλα καὶ σιδήρια Plat.);
2) железное орудие (σιδήρια λιθουργά Thuc.): ἐπαΐων σιδηρίων Her. чувствительный к железным орудиям, т. е. уязвимый.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδήριον -ου, τό [σίδηρος] ijzer, ijzeren voorwerp:. θερμοῖσι σιδηρίοισι ἐκκαίειν τοὺς ὀφθαλμούς met hete ijzers de ogen uitbranden Hdt. 7.18.1.

Middle Liddell

σῐδήριον, ου, τό, σίδηρος
an implement or tool of iron, σιδηρίων ἐπαΐειν to feel iron, not to be proof against it, Hdt.; θερμὰ σιδήρια hot irons, Hdt.

English (Woodhouse)

tool, bar of iron