σφενδάμνινος

Revision as of 15:35, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

η, ον,

   A of maple wood, τράπεζαι Cratin.301: metaph. for tough, stout, 'hearts of oak', Ar.Ach.181.

Greek (Liddell-Scott)

σφενδάμνῐνος: -η, -ον, ὁ πεποιημένος ἐκ ξύλου σφενδάμνου, τράπεζαι τρισκελεῖς σφενδάμνιναι Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 9˙ μεταφ., ἰσχυρός, δυνατός, τραχύς, σκληρός, πρεσβῦταί τινες... σφενδάμνινοι Ἀριστοφ. Ἀχ. 181, πρβλ. πρίνινος.

French (Bailly abrégé)

[ῐ] η, ον,
1. de bois d’érable, CRAT. (Com. fr. 2, 177);
2. p. ext., dur solide. résistant, AR. Ach. 181.
Étymologie: σφένδαμνος.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Α σφένδαμνος
1. κατασκευασμένος από ξύλο σφενδάμνου
2. μτφ. ισχυρός, δυνατός, τραχύς.

Greek Monotonic

σφενδάμνῐνος: -η, -ον, κατασκευασμένος από ξύλο σφενδάμνου· μεταφ., λέγεται για πρόσωπα, «σκληρό καρύδι», τραχύς, σκληρός, ισχυρός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

σφενδάμνῐνος: досл. кленовый, перен. кондовой, крепкий (γέροντες Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφενδάμνινος -η -ον [σφένδαμνος: esdoorn] hard als esdoornhout.

Middle Liddell

σφενδάμνῐνος, η, ον
of maple wood: metaph. of persons, "hearts of oak, " Ar. [from σφένδαμνος

English (Woodhouse)

tough as mafle, tough as maple