ὑποκλονέομαι

Revision as of 15:05, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> [[to be " to "</span> to [[be ")

English (LSJ)

Pass.,

   A to be driven in confusion before one, Ἀχιλῆϊ Il.21.556.    II to be shaken so as to fall, Q.S.14.572.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκλονέομαι: Παθ., κλονοῦμαι, ταράττομαι ὑπό τινος, ὑποκλονέεσθαι... Πηλείδη Ἀχιλῆϊ, ὑπὸ τοῦ Πηλ. Ἀχιλλέως, Ἰλ. Φ. 556. ΙΙ. κλονοῦμαι οὕτως ὥστε νὰ πέσω, ἀμφὶ δὲ πάντῃ κρημνοὶ ὑπεκλονέοντο Καφηρέος Κόϊντ. Σμυρν. 14. 572.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
être pressé, poursuivi : τινι IL fuir devant qqn.
Étymologie: ὑπό, κλονέω.

Greek Monotonic

ὑποκλονέομαι: Παθ., οδηγούμαι σε σύγχυση, ταράζομαι μπροστά σε κάποιον, τινι, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκλονέομαι: быть гонимым, убегать: ὑ. τινι Hom. бежать в смятении от кого-л.

Middle Liddell


Pass. to be driven in confusion before one, τινι Il.