κοπίζω

Revision as of 18:35, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

(A), (κόπις A)

   A talk idly, lie, Hsch.
κοπίζω (B),

   A celebrate the κοπίς (κοπίς (B) 11), Ath.4.138f.

German (Pape)

[Seite 1482] (ἡ κοπίς), die lacedämonische Festmahlzeit κοπίς feiern, mitschmausen, Ath. IV, 138 f. (ὁ κόπις), windbeuteln, lügen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κοπίζω: μέλλ. -ίσω, (κόπις, ὁ,) ψευδολογῶ, ψεύδομαι, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
κοπίζω (Α) κόπις (ΙΙ)] (κατά τον Ησύχ.) ψευδολογώ, λέγω ψέματα.
(II)
κοπίζω (Α) κοπίς
εορτάζω την κοπίδα, δηλ. την εορτή που τελούσαν οι Σπαρτιάτες προς τιμήν τών ξένων σε εορταστικές ημέρες.