κοπίδα

From LSJ

οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνεινchase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine

Source

Greek Monolingual

η (Α κοπίς, κοπίδος) κοπή
1. κοπίδι
2. μτφ. καυστικότητα, οξύτητα, δριμύτητα («ὁ δὲ Δημοσθένης... ἀνισταμένου... Φωκίωνος εἰώθει λέγειν, "ἡ τῶν ἐμῶν λόγων κοπὶς πάρεστιν"», Πλούτ.)
αρχ.
1. μεγάλο μαχαίρι ή πέλεκυς, ιδίως του μάγειρα ή του κρεοπώλη
2. κυρτό μαχαίρι
3. (στους Λακεδαιμονίους) συνεστίαση προς τιμήν τών ξένων σε εορταστικές ημέρες.