κοπίδα

From LSJ

Χρυσὸς δ' ἀνοίγει πάντα κἂν ᾍδου (κἀίδου) (καὶ χαλκᾶς) πύλας → Aurum omnia aperit, inferûm portas quoqueGold öffnet jedes Tor sogar der Unterwelt | Gold öffnet alles, jedes Tor sogar aus Erz

Menander, Monostichoi, 538

Greek Monolingual

η (Α κοπίς, κοπίδος) κοπή
1. κοπίδι
2. μτφ. καυστικότητα, οξύτητα, δριμύτητα («ὁ δὲ Δημοσθένης... ἀνισταμένου... Φωκίωνος εἰώθει λέγειν, "ἡ τῶν ἐμῶν λόγων κοπὶς πάρεστιν"», Πλούτ.)
αρχ.
1. μεγάλο μαχαίρι ή πέλεκυς, ιδίως του μάγειρα ή του κρεοπώλη
2. κυρτό μαχαίρι
3. (στους Λακεδαιμονίους) συνεστίαση προς τιμήν τών ξένων σε εορταστικές ημέρες.