συνηγορικός
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a συνήγορος, Poll.4.25, etc. Adv. -κῶς ib.26. II τὸ σ. advocate's fee, paid to public συνήγοροι, Ar. V.691, cf. Sch. ad loc.: in Egypt, Ostr.1537 (ii B.C.), PLeid.F.ap. Wilcken Ostr.i p.302.
Greek (Liddell-Scott)
συνηγορικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συνήγορον, Πολυδ. Δϳ, 25, κτλ.· ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 26. ΙΙ. τὸ συνηγορικόν, ὁ μισθὸς τοῦ συνηγόρου ἢ δικηγόρου, ὅστις ἦτο μία δραχμὴ τὴν ἡμέραν, ἀλλ’ ἐδίδετο (ὡς φαίνεται) μόνον εἰς τοὺς δημοσίους συνηγόρους, Ἀριστοφ. Σφ. 691, πρβλ. Böckh P. E. 1, σ. 317˙ ― διότι εἰς τοὺς ἰδιωτικοὺς συνηγόρους ἦτο ἀπηγορευμένον νὰ λαμβάνωσι μισθόν, οἱ δὲ παραβαίνοντες ἐτιμωροῦντο, Νόμ. παρὰ Δημ. 1137. 5.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne la défense en justice ; τὸ συνηγορικόν honoraires d’un avocat.
Étymologie: συνήγορος.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συνηγορικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συνήγορος / συνηγορία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συνήγορο ή στη συνηγορία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ συνηγορικόν
ο μισθός του συνηγόρου, ιδίως του δημοσίου, καθώς μόνον αυτός επιτρεπόταν να πληρώνεται.
επίρρ...
συνηγορικώς / συνηγορικῶς ΝΜΑ, και συνηγορικά Ν
με συνηγορικό τρόπο, όπως ένας συνήγορος.
Greek Monotonic
συνηγορικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε συνήγορο (συνήγορος)· τὸ συνηγορικόν, αμοιβή συνηγόρου, που ήταν μια δραχμή την ημέρα και δινόταν μόνον στους δημοσίους συνηγόρους, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
συνηγορικός, ή, όν [from συνηγορέω
of or for a συνήγορος:—τὸ συνηγορικόν the advocate's fee, being a drachma per diem paid to the public συνήγοροι, Ar.