ήρης

Revision as of 21:45, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

an Adj. termin.,    1 from ἀραρ-εῖν, ἀραρ-ίσκω, as in θυμαρής, φρενήρης, χαλκήρης, εὐήρης.    2 from ἐρε- (ἐρέ-της), as in ἀμφήρης, ἁλιήρης, τριήρης, etc.    3 prob. from (ϝ) ηρ- (cf. ἦρα B) in pr.n. Περιήρης, Διώρης (fr. Διοήρης).

Greek (Liddell-Scott)

ήρης: ἐπίθετ. κατάληξις. 1) ἐκ τῆς √ΑΡ (ἀραρεῖν, ἀραρίσκω) ὡς φρενήρης, ἐρίηρες, θυμαρής. 2) ἐκ τῆς √ΕΡ (ἐρέσσω), ὡς ἀμφ-ήρης, ἁλι-ήρης· -τρι-ήρης, τετρήρης, κτλ., κοινῶς ἀναφέρονται εἰς ταύτην τὴν ῥίζαν, ἀλλ’ ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὰς λέξεις ταύτας ὡς ἀνήκουσας εἰς την √ΑΡ, πρβλ. διήρης, Gr. Et. ἀρ. 492.

Greek Monotonic

ήρης: κατάληξη επιθέτων.
1. από το ἀραρ-εῖν, ἀραρ-ίσκω, όπως το ἐρι-ήρης, θυμ-ᾱρής.
2. από το ἐρ-έσσω, όπως το ἀμφ-ήρης, ἁλι-ήρης, τρι-ήρης, κ.λπ.