τρι-
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
English (LSJ)
stem of τρεῖς, in compounds three times, thrice:—also indefinitely, to add emphasis, e.g. τρίδουλος, τριβάρβαρος, τρίβαφος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρι- wortel van τρεῖς, in compos. driewerf, drie maal.
Greek Monolingual
τρι- και τρισ- ΝΜΑ, και τρια- Ν
α' συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων της Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα του αριθμ. τρεις, τρία και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί-γωνος, τρι-πλάσιος, τρι-σύλλαβος). Συχνότατα, επίσης, απαντά και η μορφή τρισ-, που ανάγεται στο επίρρ. τρίς και λειτουργεί συν. ως επιτ. της έννοιας του β' συνθετικού (πρβλ. τρισάθλιος, τρισμέγιστος). Το τρισ- μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή στον τ. δοτ. tiriseroe (< τρισ- + ἥρως), όν. θεότητας με σημ. «τριπλός ήρωας» είτε γιατί ήταν πολύ αρχαίος είτε γιατί ήταν πολύ ισχυρός. Επιτατική σημ., εξάλλου, έχει ορισμένες φορές και το τρι- (πρβλ. τρίπαλαι, τρισέβαστος), ενώ ανάλογη χρήση έχουν και τα πεντα- (πρβλ. πεντακάθαρος) και τετρα- (πρβλ. τετράγερος). Ειδικότερα, στη Νεοελληνική αποτελεί πρόθημα που υποδηλώνει την παρουσία σε μια χημική ένωση ενός ατόμου ή μιας χαρακτηριστικής ομάδας τρεις φορές (πρβλ. τριχλωριούχος
[χημική ένωση] αυτός που περιέχει τρία άτομα χλωρίου).Παραδείγματα σύνθ. με α' συνθετικό τρι- / τρισ-: τριάρμενος, τριόδους, τριπλάσιος, τρίπλευρος, τριπλός(τριπλοῦς), τρίπους, τριπρόσωπος, τρίπτυχος, τρισάγιος, τρίσημος, τρισκελής, τρισπίθαμος, τριπίθαμος, τρίστιχος, τρίστομος, τρισύλλαβος, τρισυπόστατος, τρισχιδής, τρισώματος, τρίφυλλος, τρίχρονος, τρίχρωμος, τρίχωρος, τριώβολο
αρχ.
τρίανδρος, τριάνωρ, τριαυγής, τριβελής, τριορία, τριοῦχος, τρίπαις, τρίπεδος, τριπετής, τρίπλεθρος, τρίπολος, τριπόνητος, τρίπρατος, τρίπτωτος, τρίρριζος, τρίρρυθμος, τρισαριστεύς, τρίσπονδος, τρίσταθμος, τριστάσιος, τρίστεγος, τρίστοος, τρίσχημος, τριφανής, τριφόρος, τρίχαλκον, τριώρυγος
αρχ.-μσν.
τρίαρχος, τριβάρβαρος, τρίπηχυς, τριστάτης, τριφυής, τριχάρακτος
μσν.
τριάδελφος, τρίβαθμος, τριούσιος, τριπέδων, τρίσειρος, τρίστῳον, τριφαής, τριφεγγής, τρίφθογγος
μσν.- νεοελλ.
τρίπατος, τρισέγγονος, τρίστυλος, τρίφωτος, τριώδιο, τριώνυμος, τρίωρος
νεοελλ.
τριανδρία, τρίπηχος, τρίποδος, τρίποντο, τρίπρακτος, τρισθενής, τρίστηλος, τρίστρατο, τρίφωνος, τριψήφιος.Παραδείγματα λ. με επιτατ. τρι- / τρισ-: τρισάθλιος, τρισκατάρατος, τρισμακάριστος, τρισμέγιστος, τρισόλβιος
αρχ.
τρίπαλαι, τριπάνουργος, τριπλανής, τρισαλιτήριος, τρισάνθρωπος, τρισάποτμος, τρισατυχής, τρισβδέλυρος, τρισδείλαιος, τρισδύστηνος, τρισευδαίμων, τρισθανής, τρισμέγας, τρισοϊζυρός
αρχ.-μσν.
τρισάσμενος, τρισμάκαρ, τριτάλας
μσν.
τρισαΐδιος, τρισάναξ, τρισανόητος, τρισάριστος, τρισεξώλης, τρισέραστος, τρισευκλεής, τρισευλόγητος, τρισευτυχής, τρισόσιος, τρίσοφος
μσν.- νεοελλ.
τρισέβαστος
νεοελλ.
τρισαλί(μονο), τρισάξιος, τρίσβαθος, τρισένδοξος, τρισευτυχισμένος, τρισκόταδο, τρισκότεινος, τρισόρφανος, τρισχειρότερος.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐ-: ἐκ τοῦ τρὶς ἢ τρίᾰ, ἐν συνθέσει = τρίς, Λατιν. ter· - ὡσαύτως ἀορίστως, χάριν ἐμφάσεως, οἷον τρίδουλος, τριδύστηνος, τριβάρβαρος, τριάνωρ, ὡς τὸ Λατ. terque, quaterque.
Middle Liddell
Prefix, from τρίς or τρίᾰ, in compounds three times, thrice, Lat. ter.