διήρης
Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit
English (LSJ)
διήρες, (ἀραρίσκω)
A double, διῆρες ὑπερῷον upper story, upper chamber, Pl.Com.112; μελάθρων διῆρες ἔσχατον (sc. ὑπερῷον) E.Ph. 90, cf. Plu.2.77e.
II ἡ δ. (sc. ναῦς) bireme, ship with two banks of oars, Poll.1.82.
Spanish (DGE)
-ες
1 ref. a los niveles de una construcción superior, de arriba τὸ διῆρες ὑπερῷον Pl.Com.120, διῆρες δωμάτιον Poll.4.129, cf. Moer.121
•de donde subst. τὸ δ. piso alto o superior a partir del primero μελάθρων ἐς διῆρες ἔσχατον en el último piso del palacio E.Ph.90, cf. Hsch., καταβαλεῖν ἑαυτὸν ἔκ τινος διήρους Plu.2.77e.
2 doble de vestidos doblemente ceñidos, Hsch.
3 subst. ἡ δ. birreme, nave con una segunda fila de remeros, Poll.1.82, Apollodorus en EM 274.27G., pero tb. δ. ναῦς Hsch.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui forme un double ou un second étage ; τὸ διήρες PLUT navire à deux rang de rames ; cf. τριήρης.
Étymologie: δίς, *ἄρω.
Greek (Liddell-Scott)
διήρης: -ες, (ἴδε τριήρης), διπλοῦς, διῆρες ὑπερῷον, ἄνω πάτωμα, ἄνω θάλαμος. Πλάτ. Κωμ. Ποιητ. 1· μελάθρων διῆρες ἔσχατον (ἐνν. ὑπερῷον) Εὐρ. Φοιν. 90, πρβλ. Πλούτ. 2. 77Ε· πρβλ. διστεγία, Πολυδ. Δ', 120. ΙΙ. ἡ διήρης (ἐνν. ναῦς), πλοῖον μὲ δύο σειρὰς κωπῶν, Πολυδ. Α', 82.
Greek Monolingual
-ες (Α διήρης, -ες)
το θηλ. ως ουσ. διήρης (ενν. ναυς)
πολεμικό πλοίο με δύο σειρές κουπιά
αρχ.
φρ.
1. «διῆρες ὑπερῷον» — το πάνω πάτωμα
2. «μελάθρων διῆρες ἔσχατον». το υπερώον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διήρης με τη σημασία «συνδεδεμένος» είναι σύνθετη με α' συνθετικό την πρόθεση διά και ως β' συνθετικό εμφανίζεται ο τ. -ηρης στον οποίο απαντά η ρίζα του αραρίσκω (πρβλ. αμαξήρης)
με τη σημασία «με δυο σειρές κουπιά» το α' συνθετικό της λ. είναι το αριθμητικό δύο και το β' συνθετικό ο τ. -ηρης, μορφολογικά όμοιος με το β' συνθετικό του διήρης «συνδεδεμένος» αλλά ετυμολογικά ανάγεται στη ρίζα τών ερέτης, ερέσσω (πρβλ. τριήρης)].
Greek Monotonic
διήρης: -ες (*ἄρω), διπλός, μελάθρων διῆρες, ανώτερος όροφος, άνω πάτωμα, επάνω θάλαμος, υπερώο, σε Ευρ.
Middle Liddell
δι-ήρης, ες adj [*ἄρω]
double, μελάθρων διῆρες an upper story, upper room, Eur.
German (Pape)
ες, zwiefach verbunden;
a ἡ διήρης, sc. ναῦς, Zweiruderer, mit zwei Reihen Ruderbänken, Vetera Lexica, Sp.
b τὸ διῆρες μελάθρων, Eur. Phoen. 90, vom Obergeschosse des Hauses, wie Plut. prof. virt. p. 248; Poll. διστεγία, die Attizisten ὑπερῷον; τὸ διῆρες ὑπερῶον Plut. com. Schol. Ar. Ran. 1190.